- εκτικός
- -ή, -ό (Α ἑκτικός, -ή, -όν)Ι. μσν.-νεοελλ. ιατρ. «εκτικός πυρετός» — αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας, καχεξία και απίσχνανσηαρχ.1. συνήθης, συνεχής, καθ' έξιν2. ικανός, επιτήδειος για κάτι3. καχεκτικός, απισχναντικόςII. επίρρ. ἑκτικῶς1. καθ' έξινευχερώς2. καχεκτικώς.
Dictionary of Greek. 2013.